ξεχώνιασμα

ξεχώνιασμα
το, -ατος
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεχωνιάζω, το σκάψιμο της γης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεχώνιασμα — το [ξεχωνιάζω] 1. σκάψιμο εδάφους σε βάθος 2. το να βγάζει κανείς στην επιφάνεια κάτι που είναι βαθιά χωμένο στη γη 3. (κατ επέκτ.) αποκάλυψη και εμφάνιση αντικειμένου καλά κρυμμένου …   Dictionary of Greek

  • εκσκαφή — η 1. ξέσκαμμα, ξεχώνιασμα, σκάψιμο. 2. άνοιγμα αυλακιών, εκχωμάτιση, εκβραχισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκταφή — η 1. το βγάλσιμο πτώματος από τον τάφο για νεκροψία, το ξεθάψιμο. 2. το βγάλσιμο των κοκάλων από τον τάφο. 3. μτφ., το ξεχώνιασμα πράγματος κρυμμένου κάπου, το ξέχωσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”